μετωποσκοπος

μετωποσκοπος
    μετωποσκόπος
    μετωπο-σκόπος
    2
    рассматривающий или исследующий лоб, т.е. физиономист Suet.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μετωποσκοπος" в других словарях:

  • μετωποσκόπος — observing the forehead masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετωποσκόπος — ο (Α μετωποσκόπος) αυτός που μπορεί να διαγνώσει τον χαρακτήρα ενός ατόμου με την εξέταση τού μετώπου και τών ρυτίδων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. μετεωρο σκόπος, ονειρο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • metoposcopia — (Del gr. metopon, frente + skopeo , mirar.) ► sustantivo femenino OCULTISMO Adivinación del futuro mediante la examinación de las líneas de la cara. * * * metoposcopia (del gr. «metōposkópos», fisonomista) f. Adivinación del porvenir por las… …   Enciclopedia Universal

  • μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… …   Dictionary of Greek

  • μετωποσκοπία — η [μετωποσκόπος] η τέχνη τής διάγνωσης τού χαρακτήρα ενός ατόμου με την εξέταση τού μετώπου ή και τών ρυτίδων του ή γενικά τής έκφρασης τού προσώπου, αλλ. μετωπομαντεία …   Dictionary of Greek

  • μετωποσκοπικός — ή, ό (Α μετωποσκοπικός, ή, όν) [μετωποσκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετωποσκοπία ή στον μετωποσκόπο («μετωποσκοπική μαντεία», Ιππόλ.) …   Dictionary of Greek

  • metoposcopia — (Del gr. μετωποσκόπος, fisonomista, y ia). f. Arte de adivinar el porvenir por las líneas del rostro …   Diccionario de la lengua española


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»